- προτυμβίδιος
- προτυμβίδιος, α, ον,A before the tomb,
σῆμα BCH28.192
([place name] Dorylaeum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σῆμα BCH28.192
([place name] Dorylaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτυμβίδιος — ία, ον, Α αυτός που είναι στημένος ή που βρίσκεται μπροστά από τύμβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύμβος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ἐπι τυμβ ίδιος)] … Dictionary of Greek